- κονάκι
- τό1) жильё; 2) ночлег; постой; 3) помещичий дом; 4) ист. резиденция турецкого губернатора, конак ,
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κονάκι — το (Μ κονάκι[ν]) 1. κατάλυμα, κατοικία 2. φρ. «κάνω κονάκι» καταλύω, σταθμεύω νεοελλ. 1. το κτηριακό συγκρότημα τού ιδιοκτήτη σ ένα τσιφλίκι 2. (στην Τουρκία) διοικητήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. konak] … Dictionary of Greek
κονάκι — το (λ. τουρκ.) 1. κατοικία: Πέρασε κι από το κονάκι μου. 2. στην Τουρκία, το διοικητήριο. 3. στη Σερβία, το βασιλικό ανάκτορο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναστενάρια — Σύνολο τελετουργικών πράξεων θιασικής λαϊκής λατρείας· οι μύστες αυτής της λατρείας ονομάζονται αναστενάρηδες. Η λέξη προέρχεται από την πρόθεση ανά και τη μεσαιωνική λέξη ασθενάριον. Σήμερα, τα δύο κύρια κέντρα όπου έχουν επιβιώσει τα α. είναι ο … Dictionary of Greek
κονεύω — (Μ κονεύω) σταθμεύω προσωρινά για ανάπαυση ή για ύπνο, καταλύω, κάνω κονάκι («επήγαν και εκόνεψαν στο πράσινο λιβάδι», δημοτ. τραγ.) μσν. φιλοξενώ, εγκαθιστώ κάποιον για να τόν φιλοξενήσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονάκι κατά το σχήμα: χωνί χωνάκι χωνεύω.… … Dictionary of Greek
Карея — Здание в Карее, в котором расположена светская администрация Карея (также Карей, Кариес, греч. Καρυές) устоявшаяся в русскоязычной литературе адаптированная транслитерация названия административного центра Афона как автономного монашеского… … Википедия
Карье — Здание светской администрации в Карее. Карье, Карьес или Карея … Википедия
Konak (Thessaloniki) — Das Konak 1892 und die Eröffnungsfeier. Links im Bild die heute nicht mehr vorhandene Saatli Moschee … Deutsch Wikipedia
κοναξής — ο 1. ο προϊστάμενος, ο επιμελητής κονακιού 2. αυτός που έχει κονάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. konakši] … Dictionary of Greek
τυφλίνος — ο / τυφλῑνος, ΝΑ, και τυφλίνης και τύφλην, Α ζωολ. λόγια ονομασία είδους φιδιού που μοιάζει με στιλπνό σκουλήκι, τού Typhlops vermicularis, τού γένους τυφλώψ, τυπικού εκπροσώπου τής οικογένειας τυφλωπίδες νεοελλ. λόγια ονομασία άποδης σαύρας,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
Μουσείο Καστελλόριζου — Το διαχρονικό αυτό μουσείο στεγάζεται από το 1984 σε ένα διώροφο κτίσμα με αυλή και περίβολο με επάλξεις που μοιάζει με προμαχώνα και είναι γνωστό ως Κονάκι, πιθανόν επειδή ήταν η έδρα του Τούρκου διοικητή τα χρόνια της τουρκοκρατίας. Η προσθήκη… … Dictionary of Greek